- τήνελλα
- και τήνεβλα Α1. λέξη που σχηματίστηκε για μίμηση ήχου τής χορδής κιθάρας ως επευφημία προς τον Ηρακλή («τήνελλα, ὦ καλλίνικε, χαῑρε», Αρχίλ.)2. φρ. «τήνελλα, καλλίνικε»(ως επευφημία προς τους νικητές αγώνων) εύγε, μπράβο.
Dictionary of Greek. 2013.